Ψηφιακη αφηγηση και δημοσιογραφικος λογος: Οχι πια ερασιτεχνες, μονο επαγγελματιες

Ψηφιακη αφηγηση και δημοσιογραφικος λογος: Οχι πια ερασιτεχνες, μονο επαγγελματιες

Του Κώστα Κυριακόπουλου

Μόνον  οι ιστορικοί και κάποιοι άλλοι ειδικοί θα χρειάζεται στο μέλλον να μαθαίνουν να γράφουν και να διαβάζουν”

                                                                                                            Vilem Flusser

Αν μελετήσει κάποιος τα επαγγέλματα που είναι απολύτως συνυφασμένα με την κουλτούρα των συνεχών αλλαγών, σίγουρα θα πρέπει να συνυπολογίσει τη δημοσιογραφία. Ένα επάγγελμα ταυτισμένο με όλες τις μεγάλες αλλαγές που έχουν σημαδέψει την ανθρωπότητα και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στην εξέλιξη των τεχνικών της γραφής, του λόγου και της εικόνας καθώς και τις μεθόδους αναπαραγωγής αυτών. Όμως, καθώς ολοκληρώνεται και η δεύτερη δεκαετία του 21ου αι. η δημοσιογραφία δεν καλύπτει μόνο τις ριζικές ανακατατάξεις και εκθεμελιώσεις του κόσμου όπως τον γνωρίζαμε αλλά και την θεσμική κατάρρευση του ίδιου της του κυριαρχικού ρόλου στη διακίνηση της δημόσιας πληροφορίας και εν γένει της ενημέρωσης. Ο ρόλος του ίδιου του κοινού στη διαμόρφωση, στο φιλτράρισμα, στην ιεράρχηση και την προβολή της είδησης και της πληροφορίας, είναι μαζί με άλλα σημαντικά θεσμικά προβλήματα της δημοσιογραφίας, αυτά που της αλλάζουν τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό. 

Μοιραία ο ρόλος της δημοσιογραφικής αφήγησης είναι απολύτως κομβικός και ενδεικτικός όλων των αλλαγών που έχει υποστεί η συγκεκριμένη επαγγελματική λειτουργία τα τελευταία χρόνια. Η ιστορία είναι ένα από τα πιο δυναμικά κομμάτια στην ιστορία της ίδιας της δημοσιογραφίας. Από τη σκληροπυρηνική εκδοχή των 5W στην τέχνη της μυθοπλαστικής παρουσίασης του γεγονότος (New Journalism) με Norman Mailer, Truman Capote, Gay Talese, Tom Wolfe  και άλλους. Από την τεχνική της “αντίστροφης πυραμίδας” που είναι και η μακροβιότερη, στην τεχνική της “κορυφής του παγόβουνου” (Hemingway). Και από όλα αυτά στην αλλαγή του αιώνα όπου η ψηφιακή αφήγηση φαίνεται να κυριαρχεί έναντι όλων των άλλων ειδών δημοσιογραφικής αφήγησης. 

Πέρα, όμως, από τις γενικές παραδοχές θα πρέπει να δούμε τις επιμέρους “συμφωνίες” τις οποίες έχουμε κάνει υπό την έννοια των ευρύτερων παραδοχών κοινής συνεννόησης και συναντίληψης. Και η αρχή γίνεται από τη “γλώσσα της μαζικής κουλτούρας” στο ευρύτερο πλαίσιο της  οποίας ο Ronald Barthes εντάσσει τη δημοσιογραφική αφήγηση. Και αν, για παράδειγμα, ο ραδιοφωνικός λόγος κατάφερε να μειώσει “την πανάρχαια απόσταση που χώριζε τη δράση από τον λόγο, το συμβάν από τη μαρτυρία”, το πεδίο δόξης των σημερινών μελετητών της δημοσιογραφικής γλώσσας δεν είναι απλώς υπέρλαμπρο αλλά γεμάτο ανεξερεύνητους γαλαξίες. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: Η ψηφιακή αφήγηση της δημοσιογραφικής ιστορίας αναβαθμίζει πράγματι την ίδια τη δημοσιογραφία ή της στερεί βασικά δομικά χαρακτηριστικά και αλλοιώνει τη φυσιογνωμία της;  

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που αποκαλούμε “ενημερωτικό προϊόν” και σε ποια σημεία έχουμε συμφωνήσει όλοι μας σχετικά με τις διαδικασίες της παραγωγής του; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό περιλαμβάνει την εξής θεμελιώδη αντίφαση: Ενώ φαίνεται να είναι εξαιρετικά θεωρητικό, στην ουσία πρόκειται για κάτι που απορρέει από την πρακτική προσέγγιση και παρατήρηση. Αυτό που αποκαλούμε “δημοσιογραφία” και “ενημερωτικό προϊόν”, ασχολείται με τις “υποθέσεις του έθνους, του κόσμου, αυτό που άλλοτε ορίζαμε ως υποθέσεις της πολιτείας”, σύμφωνα με τον Γάλλο δημοσιογράφο και στέλεχος πολλών μέσων ενημέρωσης στην πατρίδα του,  Μπερνάρ Πουλέ. 

“Το επάγγελμα των δημοσιογράφων συνίσταται στο να αναγνωρίζουν τα προβλήματα, να τα τεκμηριώνουν, να επαληθεύουν αυτό που ανακαλύπτουν ή αυτό που τους πλασάρουν, να ιεραρχούν τα ζητήματα (δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν όλα και ταυτοχρόνως) , να προβλέπουν τις επιπτώσεις τους και τις προοπτικές τους, να τα εντάσσουν στα συμφραζόμενά τους και να τα παρουσιάζουν όσο το δυνατόν πιο καθαρά και πιο έντιμα. Αυτή η εργασία της συστηματοποίησης, της διαλογής, της ιεράρχησης δίνει νόημα στον κυκεώνα των πληροφοριών που έρχονται κάθε βράδυ, κάθε ώρα, κάθε λεπτό, όπως βλέπουμε σημερα να γίνεται στο Ίντερνετ. Και το να το μεταφέρεις με κάποιο ταλέντο, καταφέρνοντας να κάνεις τον αναγνώστη να τα ζήσει, το να τα αφηγείσαι με ενδιαφέροντα τρόπο, δεν ήταν ποτέ μειονέκτημα”

Ποιος είναι ο ρόλος της ψηφιακής αφήγησης σε όλη αυτή την πολύπλοκη διαδικασία; Με δεδομένο ότι πρόκειται για την πιο αναβαθμισμένη μορφή αφήγησης, είναι εξαιρετικά κρίσιμος. Αν ψηφιακή αφήγηση έχουμε συμφωνήσει ότι σημαίνει τη χρήση κάθε πρόσφορης τεχνολογίας στη μετάδοση της πληροφορίας και την εξιστόρηση μιας δημοσιογραφικής ιστορίας, εύκολα κατανοούμε ότι η ψηφιακή αφήγηση λειτουργεί ως καθρέφτης όλων των αλλαγών αλλά και των μεταλλάξεων στις οποίες έχει υποβληθεί η δημοσιογραφία κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιών. 

Αναλογιζόμενος κάποιος τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του νέου περιβάλλοντος των ειδήσεων έτσι όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι. θα πρέπει να σταθεί ιδιαιτέρως στο φαινόμενο της λεγόμενης “συμμετοχικής δημοσιογραφίας” ή της “δημοσιογραφίας των πολιτών” *Citizen Journalism( , αυτής που προέκυψε από πειραματισμούς και κινήσεις υπό τον ευρύτερο τίτλο: “User Generated Content” και αυτό που ο Dan Gilmor εισήγαγε το 2004 ως νέο όρο: “Grassroots Journalism”. Περιεχόμενο που υποσχόταν ότι δεν θα εναπόκειτο  στην αποκλειστική διαχείριση του επαγγελματία δημοσιογράφου και του Μέσου στο οποίο εργάζεται, ό,τι και αν αυτό σημαίνει, αλλά θα παράγεται, θα αξιολογείται, θα εμπλουτίζεται, θα ιεραρχείται και θα παρουσιάζεται και από τους άμεσα ενδιαφερόμενους καταναλωτές: Τους πολίτες ή αλλιώς, το κοινό το οποίο μέχρι τότε συμμετείχε αποκλειστικά και μόνο στην κατανάλωση της είδησης και στους εν πολλοίς αδιόρατους μηχανισμούς της διάδρασης μέσω social media. 

Τι ήταν αυτό που μόλις είχε αρχίσει να αλλάζει ριζικά; Όσο γραφικά και αν το αναφέρει ο Αλαίν ντε Μποττόν: “Όταν ενημερωνόμαστε από τις ειδήσεις, είναι σαν να κολλάμε ένα κοχύλι στο αυτί και να κατακλυζόμαστε από τη βουή της ανθρωπότητας”. Σε αυτού του είδους της βουή η συμμετοχή του ανθρώπου που μέχρι τότε απλώς την άκουγε και περίμενε από τα ίδια τα ΜΜΕ και τη δημοσιογραφική αφήγηση να την αξιολογήσει και να την φιλτράρει για λογαριασμό του, ήταν πλέον δεδομένη και μαζί με αυτήν οι αλλαγές που σηματοδοντούνταν στη δημοσιογραφική αφήγηση. Και μία από τις σημαντικότερες ήταν η έναρξη της καθιέρωσης της ψηφιακής αφήγησης από την πλευρά του κοινού για λόγους που -κατά βάση- είχαν σχέση με το γεγονός ότι το ίδιο το κοινό δεν ήταν εκπαιδευμένο ούτε και διατεθειμένο να εκπαιδευτεί σε οποιαδήποτε τεχνική γραπτής αφήγησης. Ούτε και ήταν εφικτό κάτι τέτοιο.  Όλα αυτά που συνέβαιναν λίγο μετά το 2000 στη μηντιακή σφαίρα είχαν αναντίρρητα έναν κοινό παρανομαστή: Τον πλουραλισμό στην ενημέρωση και την ελευθερία του λόγου. 

Ο προβληματισμός, όμως, ήταν και αυτός αδιαμφισβήτητος καθώς υπό τη μορφή θείου δόγματος ίσχυε η ψευδαίσθηση ότι για την επίτευξη του όποιου σκοπού η σημαντικότερη προϋπόθεση ήταν η πρόσβαση στα κατάλληλα εργαλεία. Αν, δηλαδή, επεδίωκε κάποιος να κάνει μόνος του επισκευή στον χαλασμένο κινητήρα του αυτοκινήτου του, αρκούσε να είχε πρόσβαση σε μερικά ανάλογα video στο Internet που θα τον καθοδηγούσαν. Ομοίως, και το αν ήθελε να γίνει δημοσιογράφος αυτό που του έλειπε ήταν η πρόσβαση στο Internet και το ανάλογο device που κατά προτίμηση θα έπρεπε να εξυπηρετεί mobile technologies, κάτι σαν smartphone ή ένα laptop με δυνατότητες mobile access. Εδώ εντοπίζεται η αρχή του λάθους. Οι πολίτες και οι απλοί χρήστες του Internet όσο καλή πρόθεση και αν είχαν όσο προηγμένα devices και αν διέθεταν, όσο αποτελεσματική πρόσβαση σε πληροφορίες και αν είχαν, δεν κατόρθωσαν να υιοθετήσουν τις βασικές αρχές ούτε τις βασικές αρχές της δημοσιογραφικής τεχνικής  ούτε τα πρότυπα αξιολόγησης και ιεράρχησης των γεγονότων ούτε, εν τέλει, τα στοιχειώδη πρότυπα τεκμηρίωσης της πληροφορίας αλλά ούτε και τα βασικά της δημοσιογραφικής ηθικής. Τρανή απόδειξη αποτελούν οι καθημερινές βάναυσες περιπέτειες στις οποίες υπόκειται μία από τις βασικές αρχές της επαγγελματικής/ποιοτικής δημοσιογραφίας, το τεκμήριο της αθωότητας των πολιτών που με τον έναν ή άλλον τρόπο εμπλέκονται σε διάφορες υποθέσεις υπό την ιδιότητα του “φερόμενου ως κατηγορουμένου”. Στην ουσία, η βασική αιτία της κατάρρευσης του μύθου της δημοσιογραφίας των πολιτών, αυτού του νέου είδους ψηφιακής αφήγησης που υποσχόταν πλουραλισμό, δημοκρατία και ελευθερία του λόγου, ήταν η υπονόμευση όλων αυτών που υποσχόταν.  

Η χρήση του video, του live blogging, του social media gathering στη λεγόμενη street journalism, και όποιου άλλου τεχνολογικού εργαλείου άλλαζε τα δεδομένα της αφήγησης, εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο αποκλειστικά και μόνο από το επίπεδο της δημοσιογραφικής εκπαίδευσης σε σχέση με τα στάνταρτς του επαγγελματισμού που διαθέτουν οι χειριστές. Δεν άργησε να γίνει σαφές, η ερασιτεχνική προσέγγιση των πολιτών και των ιδιωτών χρηστών διαδικτυακής τεχνολογίας ήταν καταδικασμένη να μην μπορεί να αντικαταστήσει τον ρόλο της επαγγελματικής δημοσιογραφίας όσο και αν περνούσε την ψηφιακή αφήγηση σε άλλο, υψηλότερο κατά τα φαινόμενα, επίπεδο. Επίσης, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, αύξησε τα επίπεδα του “κιτρινισμού” και της επαγγελματικής δημοσιογραφίας καθώς παρατηρήθηκε και συνεχίζει να παρατηρείται το φαινόμενο παραδοσιακοί δημοσιογράφοι να μιμούνται το ύφος και το στυλ της “δημοσιογραφίας των πολιτών” στην προσπάθειά τους να προλάβουν το τρένο της εξέλιξης στις τεχνικές της αφήγησης. Ήταν σαφές ότι το συγκεκριμένο δεν μπορούσε να οδηγήσει ούτε κατά διάνοια στη διεύρυνση των ορίων της ελευθερίας του δημοσιογραφικού λόγου. Απεναντίας, η μαζική εμφάνιση αλλοιωμένων ή εκ του μηδενός κατασκευασμένων / ψεύτικων  ειδήσεων (Fake News) έχει δημιουργήσει μια άνευ προηγουμένου κρίση αξιοπιστίας στα Media παγκοσμίως. 

Γίνεται περισσότερο από σαφές ότι οι transmedia τεχνικές στη δημοσιογραφική αφήγηση που οδήγησαν στην εμφάνιση ενός νέου είδος διαδικτυακής ενημέρωσης, των longform ρεπορτάζ, παρέχουν απεριόριστες δυνατότητες. Κείμενο, ήχος, video, σε μια ενιαία μορφή και με πλατφόρμες πρόσφορες για κάθε μέσο, είτε σταθερό είτε mobile. Οι προσδοκίες που δημιουργούν οι νέες μορφές της ψηφιακής αφήγησης για μια νέα εποχή επαγγελματικής δημοσιογραφίας είναι εξαιρετικά υψηλές, αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση που θα μπορούσε να υπάρξει στις μέρες μας. Υπό τη βασικότερη προϋπόθεση όλων: Της ψηφιακής παιδείας (digital literacy), της δημοσιογραφικής εκπαίδευσης, της πιστοποιημένης γνώσης, του αυστηρού επαγγελματισμού.

Ο Κώστας Κυριακόπουλος είναι δημοσιογράφος από το 1989. Μέχρι και το 2013 εργάστηκε στα «Ελευθεροτυπία», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», περιοδικό «Έψιλον», ηλεκτρονική έκδοση www.enet.gr σε διάφορες θέσεις. Για περίπου 17 χρόνια ήταν ρεπόρτερ εξειδικευμένος στο ελεύθερο ρεπορτάζ, στο αστυνομικό ρεπορτάζ με εξειδίκευση στην τρομοκρατία και στο οργανωμένο έγκλημα. Αργότερα κατέλαβε επιτελικές θέσεις με τελευταία τη θέση του διευθυντή της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας www.enet.gr. Έχει διατελέσει, γενικός διευθυντής του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων Λόγου (ΟΣΔΕΛ), διευθυντής σύνταξης του www.cnn.gr , στέλεχος του Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας της Forthnet – Nova, διευθυντής του www.ethnos.gr, διευθυντής του www.dikaiologitika.gr , συνεργάτης των MEN, KLIK, ESQUIRE και της Athens Voice. Παρακολουθεί επαγγελματικά και ακαδημαϊκά τις ψηφιακές εξελίξεις στον ελληνικό και διεθνή Τύπο από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Έχει σπουδάσει Δημοσιογραφία και Επικοινωνία στην Αθήνα και είναι κάτοχος ΜΑ στον τομέα «Ποιοτική Δημοσιογραφία και Νέες Τεχνολογίες». Δίδαξε επί σχεδόν δύο δεκαετίες στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ COVID-19